- αστυπόλος
- ἀστυπόλος, ο (Α) [πέλομαι]ο αστός, ο πολίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… … Dictionary of Greek
αστυπολίτης — ἀστυπολίτης, ο (Μ) αστυπόλος … Dictionary of Greek
αστυπολώ — ἀστυπολῶ ( έω) (Α) [αστυπόλος] 1. ζω σε πόλη 2. περιφέρομαι στους δρόμους της πόλης … Dictionary of Greek